-
1 ἐπι-τίμιος
ἐπι-τίμιος, was Einem zur Ehre geschieht, ἔστ' Ὀρέστου ταῠτα τἀπιτίμια Soph. El. 903; übh. το ἐπιτίμιον, die Strafe, Vergeltung, Lohn, τοὐπιτίμιον λαβεῖν Aesch. Spt. 1012; τῶνδε τἀπιτίμια Pers. 809; δεῖξον ἀνϑρώποισι τἀπιτίμια τῆς δυςσεβείας οἷα δωροῦνται ϑεοί Soph. El. 1374; ἐπιτίμια δέδωκεν Eur. Hec. 1086; ἐπιτίμια διδοῦσιν ἐκείνοις Her. 4, 80; bes. im att. Recht, die von den Richtern festgesetzte Strafe, meist in Geld, τοῖς ἐπιτιμίοις ἔνοχοι τοῦ φόνου Antiph. IV α 4; τὰ ἐκ τῶν νόμων ἐπ. Lycurg. 4; ἔπεστι ταῖς ἐπαγγελίαις Is. 3, 47; ἔσται πρὸς τούτοις Dem. 24, 116; Sp., wie Plut. ἐπιτιμίοις μεγάλοις ἐξελϑεῖν τοὺς λαχόντας ἀναγκάσαντες Coriol. 13; vgl. Meier u. Schömann att. Proc. p. 739.
-
2 ἐπιτίμιον
A value, price, or estimate of a thing, i.e.,2 assessment of damages, penalty or penalties, ἐ. διδόναι τινί inflict.., Hdt.4.80, cf. E.Hec. 1086, etc.; τῶνδε τἀπ. for these things, A.Pers. 823 ;τοῖς ἐ. ἔνοχοι τοῦ φόνου Antipho 4.1.4
;τὰ ἐκ τῶν νόμων ἐ. Lycurg. 4
; ἐ. δυσσεβείας the wages of ungodliness, S. El. 1382, cf. X.Mem.3.12.3 ;κρίσεις..μεγάλ' ἔχουσαι τἀπιτίμια D.18.14
: in sg., τοὐπιτίμιον λαβεῖν exact the penalty, A.Th. 1026 ;ἐ. ἔπεστί τινι Is.3.47
;θάνατον ἔταξε τὸ ἐ. Arist.Oec. 1349b30
;ἐ. ὁρίζειν τινί IG22.1104
;τριπλάσια τὰ ἐ. ἀποτεισάτω PHal.1.208
(iii B.C.), cf. Foed.Delph. Pell.2A21.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπιτίμιον
Перевод: со всех языков на все языки
со всех языков на все языки- Со всех языков на:
- Все языки
- Со всех языков на:
- Все языки
- Английский
- Немецкий